- ἐμπαιστικὴ
- ἐμπαισ-τικὴ τέχνη the artA of embossing, Ath.11.488b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπαιστική — Η τέχνη της προσαρμογής μεταλλικών ελασμάτων που φέρουν διάφορες παραστάσεις (προσώπων, ζώων κλπ.) στην επιφάνεια μεταλλικού ή ξύλινου αντικειμένου, με τη χρησιμοποίηση πολύ λεπτών καρφιών. Στην Ελλάδα, η τέχνη αυτή ήταν γνωστή από τους αρχαίους… … Dictionary of Greek